Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρθριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=arthritikos
|Transliteration C=arthritikos
|Beta Code=a)rqritiko/s
|Beta Code=a)rqritiko/s
|Definition=ή, όν, (ἄρθρον) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for the joints</b>, νόμος <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span> 18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">diseased in the joints, gouty</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>6.4.3</span>, <span class="bibl">Damox.2.32</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Fam.</span>9.23</span>: τὰ -κά <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>7.100</span>; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125.</span>
|Definition=ἀρθριτική, ἀρθριτικόν, ([[ἄρθρον]])<br><span class="bld">A</span> of or for the [[joints]], νόμος Hp.''Art.'' 18.<br><span class="bld">II</span> [[diseased in the joints]], [[gouty]], Id.''Epid.''6.4.3, Damox.2.32, Cic.''Fam.''9.23: τὰ ἀρθριτικά Hp.''Epid.''7.100; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[relativo a, de las articulaciones]] νόμος Hp.<i>Art</i>.18, ἀλήματα Gal.17(2).125, λοιμός <i>Hippiatr</i>.4.9 (tít.).<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[artrítico]], [[enfermo de las articulaciones]] Hp.<i>Epid</i>.6.4.3, Damox.2.32, Cic.<i>Fam</i>.9.23, Gal.17(2).125, dif. de ποδαγρικός Dsc.1.102<br /><b class="num">•</b>τὰ ἀρθριτικά afecciones artríticas</i> Hp.<i>Aph</i>.3.20, <i>Epid</i>.7.100.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρθριτικός:''' мед. артритический Cic.
}}
{{ls
|lstext='''ἀρθρῑτικός''': -ή, -όν, (ἄρθρον) ὁ περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, κατὰ τὸν νόμον τὸν ἀρθριτικὸν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Ἱππ. 1179, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 32, Κικ. Epist. Ad. Fam. 9. 23: - τὰ ἀρθριτικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1258.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρῑτικός Medium diacritics: ἀρθριτικός Low diacritics: αρθριτικός Capitals: ΑΡΘΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: arthritikós Transliteration B: arthritikos Transliteration C: arthritikos Beta Code: a)rqritiko/s

English (LSJ)

ἀρθριτική, ἀρθριτικόν, (ἄρθρον)
A of or for the joints, νόμος Hp.Art. 18.
II diseased in the joints, gouty, Id.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23: τὰ ἀρθριτικά Hp.Epid.7.100; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
medic.
1 relativo a, de las articulaciones νόμος Hp.Art.18, ἀλήματα Gal.17(2).125, λοιμός Hippiatr.4.9 (tít.).
2 subst. ὁ ἀ. artrítico, enfermo de las articulaciones Hp.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23, Gal.17(2).125, dif. de ποδαγρικός Dsc.1.102
τὰ ἀρθριτικά afecciones artríticas Hp.Aph.3.20, Epid.7.100.

German (Pape)

[Seite 350] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθριτικός: мед. артритический Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρῑτικός: -ή, -όν, (ἄρθρον) ὁ περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, κατὰ τὸν νόμον τὸν ἀρθριτικὸν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Ἱππ. 1179, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 32, Κικ. Epist. Ad. Fam. 9. 23: - τὰ ἀρθριτικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1258.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀρθριτικός, -ή, -όν) αρθρίτιδα
1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά
η αρθρίτιδα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος.