ἀρθριτικός: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arthritikos | |Transliteration C=arthritikos | ||
|Beta Code=a)rqritiko/s | |Beta Code=a)rqritiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀρθριτική, ἀρθριτικόν, ([[ἄρθρον]])<br><span class="bld">A</span> of or for the [[joints]], νόμος Hp.''Art.'' 18.<br><span class="bld">II</span> [[diseased in the joints]], [[gouty]], Id.''Epid.''6.4.3, Damox.2.32, Cic.''Fam.''9.23: τὰ ἀρθριτικά Hp.''Epid.''7.100; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρθριτικός:''' мед. артритический Cic. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀρθριτικός]], -ή, -όν) [[αρθρίτιδα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[αρθρίτιδα]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. στον πληθ.) <i>τα αρθριτικά</i><br />η [[αρθρίτιδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με την [[αρθρίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τις αρθρώσεις του σώματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀρθριτική, ἀρθριτικόν, (ἄρθρον)
A of or for the joints, νόμος Hp.Art. 18.
II diseased in the joints, gouty, Id.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23: τὰ ἀρθριτικά Hp.Epid.7.100; ἀ. ἀλήματα Gal.17(2).125.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
medic.
1 relativo a, de las articulaciones νόμος Hp.Art.18, ἀλήματα Gal.17(2).125, λοιμός Hippiatr.4.9 (tít.).
2 subst. ὁ ἀ. artrítico, enfermo de las articulaciones Hp.Epid.6.4.3, Damox.2.32, Cic.Fam.9.23, Gal.17(2).125, dif. de ποδαγρικός Dsc.1.102
•τὰ ἀρθριτικά afecciones artríticas Hp.Aph.3.20, Epid.7.100.
German (Pape)
[Seite 350] (die Gelenke betreffend), gichtisch krank, Damoch. com. Ath. III, 102 b (v. 32); Diosc.; Cic. Att. 9, 23.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθριτικός: мед. артритический Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθρῑτικός: -ή, -όν, (ἄρθρον) ὁ περὶ τῶν ἄρθρων τοῦ σώματος, κατὰ τὸν νόμον τὸν ἀρθριτικὸν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐξ ἀρθρίτιδος, Ἱππ. 1179, Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 32, Κικ. Epist. Ad. Fam. 9. 23: - τὰ ἀρθριτικὰ Ἱππ. Ἀφ. 1258.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀρθριτικός, -ή, -όν) αρθρίτιδα
1. αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα
2. (το ουδ. στον πληθ.) τα αρθριτικά
η αρθρίτιδα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχέση με την αρθρίτιδα
αρχ.
αυτός που έχει σχέση με τις αρθρώσεις του σώματος.