κόμαρι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komari
|Transliteration C=komari
|Beta Code=ko/mari
|Beta Code=ko/mari
|Definition=εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from root of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, <span class="bibl"><span class="title">PHolm.</span>13.37</span>, <span class="bibl">16.5</span>, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.<span class="bibl">pp.351,9</span> B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., <span class="title">PHolm.</span>25.15.</span>
|Definition=-εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from the [[root]] of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, ''PHolm.''13.37, 16.5, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., ''PHolm.''25.15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμαρι Medium diacritics: κόμαρι Low diacritics: κόμαρι Capitals: ΚΟΜΑΡΙ
Transliteration A: kómari Transliteration B: komari Transliteration C: komari Beta Code: ko/mari

English (LSJ)

-εως, τό, red dye obtained from the root of Comarum palustre, PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm.13.37, 16.5, al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; κόμαρον, τό, ib.p.350 B., PHolm.25.15.

Greek Monolingual

κόμαρι και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) κόμαρος
κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού ψευδοκόμαρος ο έλειος.