Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έλειος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἕλειος, -ον και ἕλειος, -α, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ»)
2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό (α. «ἕλειον δάπεδον» — η λασπώδης επιφάνεια σε ελώδη περιοχή
β. «ἕλειον ὕδωρ» — το νερό του βάλτου
γ. «ἕλειος βίος» — η ζωή στο έλος).