έλειος
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ἕλειος, -ον και ἕλειος, -α, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύεται σε έλη («έλεια φυτά», «ἕλειος δόναξ»)
2. εκείνος που κατοικεί σε έλη («ἕλεια πτηνά», «τῶν Αἰγυπτίων οἱ Ἕλειοι»)
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έλος ή έχει σχέση με αυτό (α. «ἕλειον δάπεδον» — η λασπώδης επιφάνεια σε ελώδη περιοχή
β. «ἕλειον ὕδωρ» — το νερό του βάλτου
γ. «ἕλειος βίος» — η ζωή στο έλος).