κόμαρι: Difference between revisions
From LSJ
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=komari | |Transliteration C=komari | ||
|Beta Code=ko/mari | |Beta Code=ko/mari | ||
|Definition=εως, τό, red dye obtained from root of | |Definition=-εως, τό, [[red]] [[dye]] obtained from the [[root]] of [[Comarum palustre]], PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also [[κόμμαρι]], εως, τό, ''PHolm.''13.37, 16.5, al.; [[κόμαρις]] and [[κώμαρις]], ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; [[κόμαρον]], τό, ib.p.350 B., ''PHolm.''25.15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόμαρι]] και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) [[κόμαρος]]<br />κόκκινο [[χρώμα]] που παρασκευάζεται από τη [[ρίζα]] του φυτού ψευδοκόμαρος ο [[έλειος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, τό, red dye obtained from the root of Comarum palustre, PHolm.14.2, 5, al., Maria ap.Zos.Alch.p.155 B.:—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm.13.37, 16.5, al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch.pp.351,9 B.; κόμαρον, τό, ib.p.350 B., PHolm.25.15.
Greek Monolingual
κόμαρι και κόμμαρι, -άρεως, τὸ (Α) κόμαρος
κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από τη ρίζα του φυτού ψευδοκόμαρος ο έλειος.