Σειρήνειος: Difference between revisions
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Seirineios | |Transliteration C=Seirineios | ||
|Beta Code=*seirh/neios | |Beta Code=*seirh/neios | ||
|Definition= | |Definition=Σειρήνειον, [[Siren-like]]: metaph., [[bewitching]], [[LXX]] ''4 Ma.''15.21, Hld.5.1:—in codd. freq. [[σειρήνιος]]. Also fem. Adj. Σειρηνίς, ίδος, D.P.360, Tz.''H.''1.341, and [[Σειρηνίδες]], = [[Σειρῆνες]], ib.9.19; Dor. [[Σηρηνίδες]] dub. in Alcm.23.96. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Σειρήνειος''': -ον, ὁ πρὸς Σειρῆνα [[ὅμοιος]]· μεταφορ., [[μαγευτικός]], [[θελκτικός]], Ἰωσήπ. Μακκ. 15, Ἡλιόδ. 5. 1· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] σειρήνιος. Ὡσαύτως Σειρηνικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. θηλ. Σειρηνίς, -ίδος. Διον. II. 360, Τζέτζ. | |lstext='''Σειρήνειος''': -ον, ὁ πρὸς Σειρῆνα [[ὅμοιος]]· μεταφορ., [[μαγευτικός]], [[θελκτικός]], Ἰωσήπ. Μακκ. 15, Ἡλιόδ. 5. 1· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[συχνάκις]] σειρήνιος. Ὡσαύτως Σειρηνικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. θηλ. Σειρηνίς, -ίδος. Διον. II. 360, Τζέτζ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Σειρήνειον, Siren-like: metaph., bewitching, LXX 4 Ma.15.21, Hld.5.1:—in codd. freq. σειρήνιος. Also fem. Adj. Σειρηνίς, ίδος, D.P.360, Tz.H.1.341, and Σειρηνίδες, = Σειρῆνες, ib.9.19; Dor. Σηρηνίδες dub. in Alcm.23.96.
Greek (Liddell-Scott)
Σειρήνειος: -ον, ὁ πρὸς Σειρῆνα ὅμοιος· μεταφορ., μαγευτικός, θελκτικός, Ἰωσήπ. Μακκ. 15, Ἡλιόδ. 5. 1· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις σειρήνιος. Ὡσαύτως Σειρηνικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. θηλ. Σειρηνίς, -ίδος. Διον. II. 360, Τζέτζ.