μαγευτικός
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
μαγευτική, μαγευτικόν,
A magical: ἡ μαγευτική (sc. τέχνη), magic, Pl.Plt. 280e.
2 of persons, addicted to magic, Ptol.Tetr.70.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγευτικός: -ή, -όν, μαγικός: ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Πολιτικ. 280D.
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαγευτικός, -ή, -όν) μαγεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική
η τέχνη της μαγείας, η μαγική τέχνη
νεοελλ.
αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός, σαγηνευτικός, γοητευτικός, συναρπαστικός («μαγευτική θέα»)
αρχ.
επιρρεπής στη μαγεία, συνηθισμένος να κάνει μάγια.
επίρρ...
μαγευτικά
γοητευτικά, θελκτικά («τραγουδούσε μαγευτικά»).
English (Woodhouse)
German (Pape)
den Magier, Zauberer betreffend, ἡ μαγευτικὴ ἡ περὶ τὰ ἀλεξιφάρμακα, die magische Kunst, Plat. Polit. 280d, s. μαγγανευτικός.