μαγευτικός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
μαγευτική, μαγευτικόν,
A magical: ἡ μαγευτική (sc. τέχνη), magic, Pl.Plt. 280e.
2 of persons, addicted to magic, Ptol.Tetr.70.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγευτικός: -ή, -όν, μαγικός: ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), Πλάτ. Πολιτικ. 280D.
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαγευτικός, -ή, -όν) μαγεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία ή στους μάγους, μαγικός
2. το θηλ. ως ουσ. η μαγευτική
η τέχνη της μαγείας, η μαγική τέχνη
νεοελλ.
αυτός που δίνει ψυχική ευχαρίστηση, θελκτικός, σαγηνευτικός, γοητευτικός, συναρπαστικός («μαγευτική θέα»)
αρχ.
επιρρεπής στη μαγεία, συνηθισμένος να κάνει μάγια.
επίρρ...
μαγευτικά
γοητευτικά, θελκτικά («τραγουδούσε μαγευτικά»).
English (Woodhouse)
German (Pape)
den Magier, Zauberer betreffend, ἡ μαγευτικὴ ἡ περὶ τὰ ἀλεξιφάρμακα, die magische Kunst, Plat. Polit. 280d, s. μαγγανευτικός.