μυοδόχος: Difference between revisions
From LSJ
νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers
(8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myodochos | |Transliteration C=myodochos | ||
|Beta Code=muodo/xos | |Beta Code=muodo/xos | ||
|Definition=Ion. | |Definition=Ion. [[μυοδόκος]], ον,<br><span class="bld">A</span> [[harbouring mice]], γρῶναι Nic. ''Th.''795. [ῡ metrigr.]<br><span class="bld">II</span> Subst. [[μυοδόχος]], ὁ, [[mouse-hole]], prob. in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 5.4.5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μυοδόχος''': Ἰων. -[[δόκος]], ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυοδόχος]] και ιων. τ. [[μυοδόκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μυοδόχος]]<br />η [[τρύπα]] της φωλιάς του ποντικού, η [[ποντικότρυπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δόχος</i> / -[[δόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[ξενοδόχος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. μυοδόκος, ον,
A harbouring mice, γρῶναι Nic. Th.795. [ῡ metrigr.]
II Subst. μυοδόχος, ὁ, mouse-hole, prob. in Thphr. HP 5.4.5.
Greek (Liddell-Scott)
μυοδόχος: Ἰων. -δόκος, ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].
Greek Monolingual
μυοδόχος και ιων. τ. μυοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυοδόχος
η τρύπα της φωλιάς του ποντικού, η ποντικότρυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].