ἄπηκτος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apiktos | |Transliteration C=apiktos | ||
|Beta Code=a)/phktos | |Beta Code=a)/phktos | ||
|Definition= | |Definition=ἄπηκτον,<br><span class="bld">A</span> [[not capable of being solidified]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385b1, ''GA'' 735b30, ''HA''520a8.<br><span class="bld">2</span> [[not solid]], θεμέλια Sor.1.47. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄπηκτον,
A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8.
2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.
Spanish (DGE)
-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.
German (Pape)
[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἄπηκτος: не густеющий, не твердеющий, не застывающий (ἀήρ, πιμελή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.
Greek Monolingual
κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός
νεοελλ.
φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει
αρχ.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.