ἑτερόχρως: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterochros | |Transliteration C=eterochros | ||
|Beta Code=e(tero/xrws | |Beta Code=e(tero/xrws | ||
|Definition=ωτος, ὁ, ἡ, < | |Definition=ωτος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[ἑτερόχροος]], Poll.9.98.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἑτερόχρωτες ὕπνοι</b> sleep [[with one of different sex]], Luc.''Am.''42. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1051.png Seite 1051]] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑτερόχρως:''' ωτος adj. разнополый или обоеполый, перен. полный любовных утех (ὕπνοι Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:57, 25 August 2023
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A = ἑτερόχροος, Poll.9.98.
II ἑτερόχρωτες ὕπνοι sleep with one of different sex, Luc.Am.42.
German (Pape)
[Seite 1051] ωτος, 11 = Vorigem. – 2) ὕπνοι, Luc. Amor. 42, Schlaf mit einem andern Leibe, Beischlaf mit einem Weibe, l. d.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόχρως: ωτος adj. разнополый или обоеполый, перен. полный любовных утех (ὕπνοι Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἑτερόχροος, Γρηγόρ. Νύσσ. ἐν Wolf. Anecd. Gr. τ. 3. σ. 10. ΙΙ. ἑτερόχρωτες ὕπνοι, ὕπνος μετ’ ἄλλου προσώπου, συγκοίμησις, (ἴδε ἑρμηνείαν Κοραῆ ἐν τῷ Θησαυρῷ Στεφάνου ἐν λ.). Λουκ. Ἔρωτες 42: ὁ Κόβητος διορθοῖ ἑνερόχρωτες.
Greek Monolingual
ἑτερόχρως, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ο ετερόχρους
2. (για ύπνο) αυτός που γίνεται με πρόσωπο διαφορετικού φύλου («τοὺς ἑτερόχρωτας ὕπνους καὶ θηλύτητος εὐνὴν γέμουσαν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + χρως].