ὠχραντικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(47c)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ochrantikos
|Transliteration C=ochrantikos
|Beta Code=w)xrantiko/s
|Beta Code=w)xrantiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">making pale</b> or <b class="b2">wan</b>, only in Adv. <b class="b3">-κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν</b>, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.192</span>, <span class="bibl">198</span>.</span>
|Definition=ὠχραντική, ὠχραντικόν, [[making pale]] or [[wan]], only in Adv. [[ὠχραντικῶς]] κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.''M.''7.192, 198.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὠχραίνω]]<br />αυτός που καθιστά κάποιον ή [[κάτι]] ωχρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠχραντικῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] για τους πάσχοντες από ίκτερο) [[κατά]] τρόπο ωχραντικό.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὠχραίνω]]<br />αυτός που καθιστά κάποιον ή [[κάτι]] ωχρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠχραντικῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] για τους πάσχοντες από ίκτερο) [[κατά]] τρόπο ωχραντικό.
}}
{{pape
|ptext=<i>blaß, [[bleich]] [[machend]]</i>,<br>• adv. [[ὠχραντικῶς]], Sext.Emp. <i>adv.log</i>. 1.192, 198.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠχραντικός Medium diacritics: ὠχραντικός Low diacritics: ωχραντικός Capitals: ΩΧΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōchrantikós Transliteration B: ōchrantikos Transliteration C: ochrantikos Beta Code: w)xrantiko/s

English (LSJ)

ὠχραντική, ὠχραντικόν, making pale or wan, only in Adv. ὠχραντικῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, of jaundiced patients, who see everything with a yellow tinge, S.E.M.7.192, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὠχραντικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὠχραίνω
αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό.
επίρρ...
ὠχραντικῶς Α
(ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό.

German (Pape)

blaß, bleich machend,
• adv. ὠχραντικῶς, Sext.Emp. adv.log. 1.192, 198.