κόρυνθος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=korynthos | |Transliteration C=korynthos | ||
|Beta Code=ko/runqos | |Beta Code=ko/runqos | ||
|Definition=ὁ, kind of < | |Definition=ὁ, kind of<br><span class="bld">A</span> [[cake]], Id.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Apollo]], near Asine, <b class="b3">Ἀρχ.Δελτ</b>.2.17. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρυνθος''': ὁ, [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ. | |lstext='''κόρυνθος''': ὁ, [[εἶδος]] πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόρυνθος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μάζης [[ψωμός]]», [[είδος]] ζυμαρικού<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Κόρυνθος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στην Ασίνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κορυνθεύς]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, kind of
A cake, Id.
II epithet of Apollo, near Asine, Ἀρχ.Δελτ.2.17.
Greek (Liddell-Scott)
κόρυνθος: ὁ, εἶδος πλακουντίου ἢ ζυμαρικοῦ, «μάζης ψωμὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόρυνθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Ασίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς.