πεπλογραφία: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peplografia | |Transliteration C=peplografia | ||
|Beta Code=peplografi/a | |Beta Code=peplografi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[description of the peplos]], or the subjects worked on it, title of work by Varro, being a sort of 'Book of Worthies', Cic.''Att.''16.11.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεπλογρᾰφία''': ἡ, περιγραφὴ τοῦ πέπλου, ἢ τῶν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] παριστανομένων, - [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Οὐάρρωνος, [[ὅπερ]] ἦτο [[εἶδος]] βιογραφίας τῶν ἐπισημοτάτων προσώπων, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 3, πρβλ. Ern. Clav. ἐν λέξ. | |lstext='''πεπλογρᾰφία''': ἡ, περιγραφὴ τοῦ πέπλου, ἢ τῶν ἐπ’ [[αὐτοῦ]] παριστανομένων, - [[ὄνομα]] ἔργου τινὸς τοῦ Οὐάρρωνος, [[ὅπερ]] ἦτο [[εἶδος]] βιογραφίας τῶν ἐπισημοτάτων προσώπων, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 3, πρβλ. Ern. Clav. ἐν λέξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α·.1. η [[περιγραφή]] του πέπλου ή αυτών που παριστάνονται σ' αυτό<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πεπλογραφία</i><br />[[τίτλος]] έργου του Βάρρωνος, το οποίο ήταν [[είδος]] εγκωμιαστικής βιογραφίας επίσημων [[ανδρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέπλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[γραφία]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, description of the peplos, or the subjects worked on it, title of work by Varro, being a sort of 'Book of Worthies', Cic.Att.16.11.3.
German (Pape)
[Seite 560] ἡ, Beschreibung des Peplos, so hieß eine Schrift des Varro, die das Lob großer Männer enthielt, Cic. Att. 16, 11; vgl. Ern. clav. Cic. h. v.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλογρᾰφία: ἡ, περιγραφὴ τοῦ πέπλου, ἢ τῶν ἐπ’ αὐτοῦ παριστανομένων, - ὄνομα ἔργου τινὸς τοῦ Οὐάρρωνος, ὅπερ ἦτο εἶδος βιογραφίας τῶν ἐπισημοτάτων προσώπων, Κικ. πρὸς Ἀττ. 16. 11, 3, πρβλ. Ern. Clav. ἐν λέξ.
Greek Monolingual
ἡ, Α·.1. η περιγραφή του πέπλου ή αυτών που παριστάνονται σ' αυτό
2. ως κύριο όν. Πεπλογραφία
τίτλος έργου του Βάρρωνος, το οποίο ήταν είδος εγκωμιαστικής βιογραφίας επίσημων ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + -γραφία].