ἐμπεριληπτικός: Difference between revisions
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emperiliptikos | |Transliteration C=emperiliptikos | ||
|Beta Code=e)mperilhptiko/s | |Beta Code=e)mperilhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐμπεριληπτική, ἐμπεριληπτικόν, [[comprehending]], [[inclusive]], τινός A.D.''Synt.''36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.''Nat.''28.2. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμπεριληπτική, ἐμπεριληπτικόν, comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
inclusivo, que comprende o abarca c. gen. ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte A.D.Synt.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.M.11.30.
German (Pape)
[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριληπτικός: охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.
Greek Monolingual
ἐμπεριληπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι.