παρατράχηλος: Difference between revisions
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paratrachilos | |Transliteration C=paratrachilos | ||
|Beta Code=paratra/xhlos | |Beta Code=paratra/xhlos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, | |Definition=[ᾰ], ον, [[with the neck on one side]], of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.''H.''8.421:—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρατράχηλος''': -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το [[κεφάλι]] του να κλίνει [[προς]] τη μία [[πλευρά]], που ο τράχηλός του γέρνει [[προς]] το ένα [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τράχηλος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, with the neck on one side, of the statues of Alexander by Lysippus, Tz.H.8.421:—Verb παρατρᾰγῳδ-έω, ib.11.100.
German (Pape)
[Seite 503] den Kopf auf die Seite hangen lassend, Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
παρατράχηλος: -ον, ὁ ἔχων τὸν τράχηλον κεκαμμένον πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῶν ἀνδριάντων τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου τῶν ὑπὸ Λυσίππου πεποιημένων, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 421. ― Ρῆμ. -έω, ὁ αὐτ. 11, 100.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(για τους ανδριάντες του Μεγάλου Αλεξάνδρου που φιλοτέχνησε ο Λύσιππος) αυτός που αφήνει το κεφάλι του να κλίνει προς τη μία πλευρά, που ο τράχηλός του γέρνει προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + τράχηλος.