σκαληνής: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skalinis | |Transliteration C=skalinis | ||
|Beta Code=skalhnh/s | |Beta Code=skalhnh/s | ||
|Definition= | |Definition=σκαληνές, = [[σκαληνός]], Arist.''AP''0.74a27, ''Ph.''224a5 (in both places with [[varia lectio|v.l.]] [[σκαληνόν]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκᾰληνής:''' Arst. = [[σκαληνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις | |lstext='''σκᾰληνής''': -ές, = [[σκαληνός]], Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα]. | |mltxt=-ες, Α<br />[[σκαληνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[σκαληνός]], [[κατά]] τα σιγμόληκτα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
σκαληνές, = σκαληνός, Arist.AP0.74a27, Ph.224a5 (in both places with v.l. σκαληνόν).
Russian (Dvoretsky)
σκᾰληνής: Arst. = σκαληνός.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰληνής: -ές, = σκαληνός, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 5, 4, Φυσ. 4. 14, 11 (ἀλλ’ ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις μετὰ διαφόρ. γραφ. σκαληνόν).
Greek Monolingual
-ες, Α
σκαληνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σκαληνός, κατά τα σιγμόληκτα].