πυρομέτρης: Difference between revisions

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
(35)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyrometris
|Transliteration C=pyrometris
|Beta Code=purome/trhs
|Beta Code=purome/trhs
|Definition=ου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who measures wheat</b>, and πῡρο-μετρέω, <b class="b2">measure wheat</b>, <span class="bibl">Poll.7.18</span>.</span>
|Definition=πυρομέτρου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ, [[one who measures wheat]], and πῡρο-μετρέω, [[measure wheat]], Poll.7.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡρομέτρης''': -ου, καὶ -[[μετρητής]], οῦ, ὁ, [[σιτομέτρης]] καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, [[Πολυδ]]. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
|lstext='''πῡρομέτρης''': -ου, καὶ -[[μετρητής]], οῦ, ὁ, [[σιτομέτρης]] καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετρητής]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])].
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[μετρητής]] σιτηρών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σίτος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μέτρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρομέτρης Medium diacritics: πυρομέτρης Low diacritics: πυρομέτρης Capitals: ΠΥΡΟΜΕΤΡΗΣ
Transliteration A: pyrométrēs Transliteration B: pyrometrēs Transliteration C: pyrometris Beta Code: purome/trhs

English (LSJ)

πυρομέτρου, and πῡρο-μετρητής, οῦ, ὁ, one who measures wheat, and πῡρο-μετρέω, measure wheat, Poll.7.18.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, der Weizenmesser, Poll. 7, 18.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρομέτρης: -ου, καὶ -μετρητής, οῦ, ὁ, σιτομέτρης καὶ πῡρομετρέω, σιτομετρῶ, Πολυδ. Ζ´, 18. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 292.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο μετρητής σιτηρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -μέτρης (< μέτρον)].