ἀλληλοῦχοι: Difference between revisions
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=alliloychoi | |Transliteration C=alliloychoi | ||
|Beta Code=a)llhlou=xoi | |Beta Code=a)llhlou=xoi | ||
|Definition=α, [[holding together]],ἄτομοι | |Definition=α, [[holding together]],ἄτομοι Epicur.''Ep.''2P.44 U.; φύσεις Id.''Nat.''2.9; ἐγκεντρίσεις Jul.''Ep.''180. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:23, 25 August 2023
English (LSJ)
α, holding together,ἄτομοι Epicur.Ep.2P.44 U.; φύσεις Id.Nat.2.9; ἐγκεντρίσεις Jul.Ep.180.
Spanish (DGE)
-α
cien. prendidos unos a otros, mutuamente coherentes περιπλοκαὶ ἀλληλούχων ἀτόμων en la formación de nubes, Epicur.Ep.[3] 99, αἱ ἔξωθεν μὲν [ἀ] λλη[λοῦ] χοι φύσεις Epicur.Fr.[24] 49.4, ἀ. ἐγκεντρίσεις injertos mutuos Iul.Ep.180.391d
•entrelazados Hsch.α 3166.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλοῦχοι: α, (ἔχω) = οἱ ἀλλήλων ἐχόμενοι, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 99, «ἀλληλοῦχα, τὰ ἀντιπεπλεγμένα», Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀλληλοῦχοι, -α (Α)
αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τύπου ἀλληλοῦχος < ἀλληλο- + -οῦχος < ἔχω.
ΠΑΡ. ἀλληλουχία
αρχ.-μσν.
ἀλληλουχῶ].