συστομόομαι: Difference between revisions
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=systomoomai | |Transliteration C=systomoomai | ||
|Beta Code=sustomo/omai | |Beta Code=sustomo/omai | ||
|Definition=Pass., | |Definition=Pass., to [[be joined by a mouth]], <b class="b3">στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ]</b> Str.7.4.1. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συστομόομαι''': Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. [[ἀναστομόω]] Ι. 3, [[συναναστομόομαι]]. | |lstext='''συστομόομαι''': Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. [[ἀναστομόω]] Ι. 3, [[συναναστομόομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:26, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., to be joined by a mouth, στόματι μεγάλῳ [τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ] Str.7.4.1.
Greek (Liddell-Scott)
συστομόομαι: Παθ., ἑνοῦμαι διὰ στόματος, συνεστόμωται γὰρ αὐτῇ (δηλ. τῇ Μαιώτιδι λίμνῃ) στόματι μεγάλῳ Στράβ. 308, πρβλ. ἀναστομόω Ι. 3, συναναστομόομαι.