φοξίχειλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=foksicheilos
|Transliteration C=foksicheilos
|Beta Code=foci/xeilos
|Beta Code=foci/xeilos
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">narrowing towards the lip, narrower at the brim than below</b>, κύλιξ <span class="bibl">Semon.27</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ον, [[narrowing towards the lip]], [[narrower at the brim than below]], κύλιξ Semon.27.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1298.png Seite 1298]] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, [[κύλιξ]], Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.
}}
{{ls
|lstext='''φοξίχειλος''': [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, [[κύλιξ]] Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[αγγείο]]) αυτός που έχει [[στενά]] χείλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοξός]] «[[μυτερός]], [[οξύς]]» <span style="color: red;">+</span> [[χεῖλος]]. Η [[μορφή]] του τ. [[φοξίχειλος]] [[είναι]] δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή [[ανάγνωση]] του τ. [[είναι]] <i>φοξὴ [[χεῖλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοξίχειλος Medium diacritics: φοξίχειλος Low diacritics: φοξίχειλος Capitals: ΦΟΞΙΧΕΙΛΟΣ
Transliteration A: phoxícheilos Transliteration B: phoxicheilos Transliteration C: foksicheilos Beta Code: foci/xeilos

English (LSJ)

[ῐ], ον, narrowing towards the lip, narrower at the brim than below, κύλιξ Semon.27.

German (Pape)

[Seite 1298] ὁ, mit spitzen Lippen, zugespitztem Rande, κύλιξ, Simonids. bei Schol. Il. 2, 219 u. Ath. XI, 480 c, wo es ἡ εἰς ὀξὺ ἀνηγμένη erkl. ist.

Greek (Liddell-Scott)

φοξίχειλος: [ῐ], ὁ, στενούμενος πρὸς τὰ χείλη, στενώτερος κατὰ τὰ χείλη ἢ κατωτέρω, κύλιξ Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 25· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 666.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για αγγείο) αυτός που έχει στενά χείλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοξός «μυτερός, οξύς» + χεῖλος. Η μορφή του τ. φοξίχειλος είναι δυσερμήνευτη και πιθ. η ορθή ανάγνωση του τ. είναι φοξὴ χεῖλος.