ξενιτευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kseniteftis
|Transliteration C=kseniteftis
|Beta Code=ceniteuth/s
|Beta Code=ceniteuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who lives abroad]], Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).148,166 (pl.).</span>
|Definition=ξενιτευτοῦ, ὁ, [[one who lives abroad]], Rhetor. in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).148,166 (pl.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]].
|mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενῑτευτής Medium diacritics: ξενιτευτής Low diacritics: ξενιτευτής Capitals: ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: xeniteutḗs Transliteration B: xeniteutēs Transliteration C: kseniteftis Beta Code: ceniteuth/s

English (LSJ)

ξενιτευτοῦ, ὁ, one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α ξενιτευτής) ξενιτεύω
αυτός που ζει στην ξενιτιά ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε ξένη χώρα.