ξενιτευτής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kseniteftis
|Transliteration C=kseniteftis
|Beta Code=ceniteuth/s
|Beta Code=ceniteuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who lives abroad]], Rhetor. in <span class="title">Cat.Cod.Astr.</span>8(4).148,166 (pl.).</span>
|Definition=ξενιτευτοῦ, ὁ, [[one who lives abroad]], Rhetor. in ''Cat.Cod.Astr.''8(4).148,166 (pl.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]].
|mltxt=ο (Α [[ξενιτευτής]]) [[ξενιτεύω]]<br />αυτός που ζει στην [[ξενιτιά]] ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε [[ξένη]] [[χώρα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενῑτευτής Medium diacritics: ξενιτευτής Low diacritics: ξενιτευτής Capitals: ΞΕΝΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: xeniteutḗs Transliteration B: xeniteutēs Transliteration C: kseniteftis Beta Code: ceniteuth/s

English (LSJ)

ξενιτευτοῦ, ὁ, one who lives abroad, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).148,166 (pl.).

Greek Monolingual

ο (Α ξενιτευτής) ξενιτεύω
αυτός που ζει στην ξενιτιά ή αυτός που φεύγει για να ζήσει σε ξένη χώρα.