Ἀμφιγυήεις: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Amphigyēeis | |Transliteration B=Amphigyēeis | ||
|Transliteration C=Amfigyieis | |Transliteration C=Amfigyieis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*)amfiguh/eis | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[epithet]] of [[Hephaestus]], [[with both feet crooked]], [[lame]], Il.1.607, etc. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''Ἀμφιγυήεις''': ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη [[χωλός]]. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = [[χωλός]], οὐχὶ ἐκ τοῦ [[γυῖον]]). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀμφιγυήεις:''' ὁ ([[γυιός]]), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει και στα [[δύο]] πόδια, ο [[χωλός]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, epithet of Hephaestus, with both feet crooked, lame, Il.1.607, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιγυήεις: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη χωλός. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = χωλός, οὐχὶ ἐκ τοῦ γυῖον).
Greek Monotonic
Ἀμφιγυήεις: ὁ (γυιός), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει και στα δύο πόδια, ο χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.