δυνάστευμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dynastevma
|Transliteration C=dynastevma
|Beta Code=duna/steuma
|Beta Code=duna/steuma
|Definition=ατος, τό, in pl., <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[natural resources]], τὰ δ. τοῦ Αιβάνου <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>2.46c</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, in plural, [[natural resources]], τὰ δ. τοῦ Αιβάνου [[LXX]] ''3 Ki.''2.46c.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />plu. [[recursos naturales]] διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου [[LXX]] 3<i>Re</i>.2.46c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] τό, Reich, Provinz, LXX.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] τό, Reich, Provinz, LXX.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />plu. [[recursos naturales]] διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3<i>Re</i>.2.46c.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[δυνάστευμα]]) [[δυναστεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταδυνάστευση]], [[δεσποτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αποδοτικότητα]] ενός τόπου σε [[φυσικό]] πλούτο<br /><b>2.</b> οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.
|mltxt=το (AM [[δυνάστευμα]]) [[δυναστεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταδυνάστευση]], [[δεσποτεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[αποδοτικότητα]] ενός τόπου σε [[φυσικό]] πλούτο<br /><b>2.</b> οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠνάστευμα Medium diacritics: δυνάστευμα Low diacritics: δυνάστευμα Capitals: ΔΥΝΑΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: dynásteuma Transliteration B: dynasteuma Transliteration C: dynastevma Beta Code: duna/steuma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural, natural resources, τὰ δ. τοῦ Αιβάνου LXX 3 Ki.2.46c.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
plu. recursos naturales διανοίγειν τὰ δυναστεύματα τοῦ Λιβάνου LXX 3Re.2.46c.

German (Pape)

[Seite 673] τό, Reich, Provinz, LXX.

Greek Monolingual

το (AM δυνάστευμα) δυναστεύω
νεοελλ.
καταδυνάστευση, δεσποτεία
αρχ.
1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο
2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.