ἀνεπίβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anepivlitos
|Transliteration C=anepivlitos
|Beta Code=a)nepi/blhtos
|Beta Code=a)nepi/blhtos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[inattentive]], [[heedless]], prob.l. Phld.<span class="title">D.</span>1.14, <span class="title">Mus.</span>p.80K.</span>
|Definition=ἀνεπίβλητον, [[inattentive]], [[heedless]], prob.l. Phld.''D.''1.14, ''Mus.''p.80K.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[distraido]], [[falto de interés para otras cosas]] μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.<i>Mus</i>.p.80K., cf. <i>D</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[no sometido a un pago]], <i>PFlor</i>.323.12 (VI d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίβλητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
|lstext='''ἀνεπίβλητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[distraido]], [[falto de interés para otras cosas]] μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.<i>Mus</i>.p.80K., cf. <i>D</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[no sometido a un pago]], <i>PFlor</i>.323.12 (VI d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίβλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να επιβληθεί<br />«[[ανεπίβλητος]] [[φόρος]], δασμοί»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει [[αυτοκυριαρχία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίβλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να επιβληθεί<br />«[[ανεπίβλητος]] [[φόρος]], δασμοί»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει [[αυτοκυριαρχία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίβλητος Medium diacritics: ἀνεπίβλητος Low diacritics: ανεπίβλητος Capitals: ΑΝΕΠΙΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anepíblētos Transliteration B: anepiblētos Transliteration C: anepivlitos Beta Code: a)nepi/blhtos

English (LSJ)

ἀνεπίβλητον, inattentive, heedless, prob.l. Phld.D.1.14, Mus.p.80K.

Spanish (DGE)

-ον
1 distraido, falto de interés para otras cosas μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.Mus.p.80K., cf. D.1.14.9.
2 no sometido a un pago, PFlor.323.12 (VI d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίβλητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, ἀμελής, ἀδιάφορος, πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίβλητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί
«ανεπίβλητος φόρος, δασμοί»
αρχ.
όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία.