ἀνεπίβλητος: Difference between revisions
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anepivlitos | |Transliteration C=anepivlitos | ||
|Beta Code=a)nepi/blhtos | |Beta Code=a)nepi/blhtos | ||
|Definition=ον | |Definition=ἀνεπίβλητον, [[inattentive]], [[heedless]], prob.l. Phld.''D.''1.14, ''Mus.''p.80K. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[distraido]], [[falto de interés para otras cosas]] μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.<i>Mus</i>.p.80K., cf. <i>D</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[no sometido a un pago]], <i>PFlor</i>.323.12 (VI d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίβλητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. | |lstext='''ἀνεπίβλητος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, [[ἀμελής]], [[ἀδιάφορος]], πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίβλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να επιβληθεί<br />«[[ανεπίβλητος]] [[φόρος]], δασμοί»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει [[αυτοκυριαρχία]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίβλητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ή δεν [[είναι]] δυνατόν να επιβληθεί<br />«[[ανεπίβλητος]] [[φόρος]], δασμοί»<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει [[αυτοκυριαρχία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀνεπίβλητον, inattentive, heedless, prob.l. Phld.D.1.14, Mus.p.80K.
Spanish (DGE)
-ον
1 distraido, falto de interés para otras cosas μουσικὴ ... ἀνεπιβλήτους ποιεῖ ... καθάπερ ἀφροδείσια καὶ μέθη Phld.Mus.p.80K., cf. D.1.14.9.
2 no sometido a un pago, PFlor.323.12 (VI d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίβλητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιβαλλόμενος, ἀμελής, ἀδιάφορος, πιθ. γραφ. ἐν Φιλοδήμ. π. Μουσ. 15. 5 - Ἐπίρρ. -τως, τυχαίως, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰαμβλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπίβλητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ακόμη ή δεν είναι δυνατόν να επιβληθεί
«ανεπίβλητος φόρος, δασμοί»
αρχ.
όποιος δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, να δείξει αυτοκυριαρχία.