κελεύστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=keleystor
|Transliteration C=keleystor
|Beta Code=keleu/stwr
|Beta Code=keleu/stwr
|Definition=ορος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who commands</b>, more general than <b class="b3">κελευστής</b>, <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.81</span> B.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, [[one who commands]], more general than [[κελευστής]], Phryn.''PS''p.81 B.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελεύστωρ''': -ορος, ὁ, = [[κελευστής]], «[[κελεύστωρ]] διαφέρει τοῦ [[κελευστής]]· ὁ μὲν γὰρ [[κελευστής]] ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ [[κελεύστωρ]] ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.
|lstext='''κελεύστωρ''': -ορος, ὁ, = [[κελευστής]], «[[κελεύστωρ]] διαφέρει τοῦ [[κελευστής]]· ὁ μὲν γὰρ [[κελευστής]] ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ [[κελεύστωρ]] ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.
}}
{{grml
|mltxt=[[κελεύστωρ]], ὁ (Α) [[κελεύω]]<br />ο [[κελευστής]], αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελεύστωρ Medium diacritics: κελεύστωρ Low diacritics: κελεύστωρ Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΩΡ
Transliteration A: keleústōr Transliteration B: keleustōr Transliteration C: keleystor Beta Code: keleu/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, one who commands, more general than κελευστής, Phryn.PSp.81 B.

German (Pape)

[Seite 1415] ορος, der Befehlende, nach B. A. 47, 4 allgemeiner als κελευστής gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

κελεύστωρ: -ορος, ὁ, = κελευστής, «κελεύστωρ διαφέρει τοῦ κελευστής· ὁ μὲν γὰρ κελευστής ἐστιν ὁ ἐν νηῒ κελεύων τοῖς ἐρέταις τι, ὁ δὲ κελεύστωρ ὁ ἐπικελευόμενος καὶ παρορμῶν» Α. Β. 47.

Greek Monolingual

κελεύστωρ, ὁ (Α) κελεύω
ο κελευστής, αυτός που δίνει διαταγές, αυτός που παρακινεί.