στρατηλατικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "of or [[for a " to "of or for a [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stratilatikos
|Transliteration C=stratilatikos
|Beta Code=strathlatiko/s
|Beta Code=strathlatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for a [[commander]], <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>247</span>.</span>
|Definition=στρατηλατική, στρατηλατικόν, of or for a [[commander]], Procl.''Par.Ptol.''247.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στρατηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. <i>στρατηλατικῶς</i> Μ<br />ως [[στρατηλάτης]].
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στρατηλάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. <i>στρατηλατικῶς</i> Μ<br />ως [[στρατηλάτης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτηλᾰτικός Medium diacritics: στρατηλατικός Low diacritics: στρατηλατικός Capitals: ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratēlatikós Transliteration B: stratēlatikos Transliteration C: stratilatikos Beta Code: strathlatiko/s

English (LSJ)

στρατηλατική, στρατηλατικόν, of or for a commander, Procl.Par.Ptol.247.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στρατηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατηλάτη. Επιρρ. στρατηλατικῶς Μ
ως στρατηλάτης.