ταβελλίων: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(40)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tavellion
|Transliteration C=tavellion
|Beta Code=tabelli/wn
|Beta Code=tabelli/wn
|Definition=ωνος, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">tabellio</b>, PStrassb.1.15 (v A.D.), <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>121.30</span> (vi A.D.).</span>
|Definition=ωνος, ὁ, = Lat. [[tabellio]], PStrassb.1.15 (v A.D.), ''PMasp.''121.30 (vi A.D.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την [[ευθύνη]] για τη [[σύνταξη]] συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabellio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[συμβολαιογράφος]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ταβέλλα]])).
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την [[ευθύνη]] για τη [[σύνταξη]] συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>tabellio</i>, -<i>i</i><i>ō</i><i>nis</i> «[[συμβολαιογράφος]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ταβέλλα]])).
}}
{{wkpel
|wkeltx=Ο [[ταβουλλάριος]] ή [[ταβελλίων]] ήταν βυζαντινός αξιωματούχος αντίστοιχος του σημερινού συμβολαιογράφου. Οι Ταβουλλάριοι ήταν απαραίτητοι όταν κάποιος ήθελε να κάνει συμβόλαιο αγοράς ή προίκας ή διαθήκες να επικυρώνει έγγραφα κ.α..
Ήταν υποχρεωμένος να γράφει ο ίδιος χειρόγραφα το συμβόλαιο για να είναι έγκυρο αλλά για βοήθεια είχε στην υπηρεσία του κι έναν γραφέα. Στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα αναφέρονται 24 Ταβουλλάριοι που αποτελούσαν συντεχνία χωρίς δυνατότητα αύξησης του αριθμού τους, ήταν κλειστό επάγγελμα και για να γίνει κάποιος μέλος ήταν δύσκολο, πάλι η αμοιβή τους ήταν καθορισμένη από έπαρχο της πόλης που ήταν διοικητικά ανώτερός τους. Η συντεχνία τους είχε έναν πρόεδρο, αρχηγό, που λεγόταν Πριμμικήριος, η θέση των Ταβουλλάριων δεν ήταν κληρονομική, δεν επιτρεπόταν να εκλέξουν νέο μέλος που ήταν συγγενείς κάποιου από αυτούς, κι είχαν ιεραρχία ανάλογα της παλαιότητας στο επάγγελμα.
Για να γίνει κάποιος Ταβουλλάριος έπρεπε να ξεκινήσει από μικρή ηλικία, να είναι μορφωμένος και νομομαθής, συνήθως σε ιδιωτικά σχολεία γιατί δεν υπήρχαν δημόσια, και ελεγχόταν από το κράτος για τις γνώσεις του και αν είχε πληρώσει τα δίδακτρα. Επί Μακεδονικής δυναστείας αναφέρεται σχολή Ταβουλλάριων η οποία καταργήθηκε το 1045.
Ο κάθε ταβουλλάριος είχε διαφορετική περιοχή δικαιοδοσίας στην πόλη και μόνο σε αυτή μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του χωρίς να είναι απόλυτα δεσμευτικό αυτό. Αν ένας Ταβουλλάριος έπεφτε συχνά σε παραπτώματα τιμωρούνταν από τον έπαρχο της πόλης με βαρύτερη τιμωρία την εκδίωξη του από την συντεχνία χωρίς να μπορεί να ασκήσει ποτέ ξανά το επάγγελμα. Από τον 12ο αιώνα Ταβουλλάριοι γίνονταν και κληρικοί, ενώ ο τίτλος αναφέρεται και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα.
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰβελλίων Medium diacritics: ταβελλίων Low diacritics: ταβελλίων Capitals: ΤΑΒΕΛΛΙΩΝ
Transliteration A: tabellíōn Transliteration B: tabelliōn Transliteration C: tavellion Beta Code: tabelli/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, = Lat. tabellio, PStrassb.1.15 (v A.D.), PMasp.121.30 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ταβελλίων: -ωνος, ὁ, Λατ. tabellio, συμβολαιογράφος ἢ ἀναφορογράφος, Προκόπ. ΙΙΙ. 154, 17.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. Βυζαντινός υπάλληγλος που είχε την ευθύνη για τη σύνταξη συμβολαίων, διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ό τά της πόλεως γράφων συμβόλαια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabellio, -iōnis «συμβολαιογράφος» (πρβλ. και ταβέλλα)).

Wikipedia EL

Ο ταβουλλάριος ή ταβελλίων ήταν βυζαντινός αξιωματούχος αντίστοιχος του σημερινού συμβολαιογράφου. Οι Ταβουλλάριοι ήταν απαραίτητοι όταν κάποιος ήθελε να κάνει συμβόλαιο αγοράς ή προίκας ή διαθήκες να επικυρώνει έγγραφα κ.α..

Ήταν υποχρεωμένος να γράφει ο ίδιος χειρόγραφα το συμβόλαιο για να είναι έγκυρο αλλά για βοήθεια είχε στην υπηρεσία του κι έναν γραφέα. Στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 10ο αιώνα αναφέρονται 24 Ταβουλλάριοι που αποτελούσαν συντεχνία χωρίς δυνατότητα αύξησης του αριθμού τους, ήταν κλειστό επάγγελμα και για να γίνει κάποιος μέλος ήταν δύσκολο, πάλι η αμοιβή τους ήταν καθορισμένη από έπαρχο της πόλης που ήταν διοικητικά ανώτερός τους. Η συντεχνία τους είχε έναν πρόεδρο, αρχηγό, που λεγόταν Πριμμικήριος, η θέση των Ταβουλλάριων δεν ήταν κληρονομική, δεν επιτρεπόταν να εκλέξουν νέο μέλος που ήταν συγγενείς κάποιου από αυτούς, κι είχαν ιεραρχία ανάλογα της παλαιότητας στο επάγγελμα.

Για να γίνει κάποιος Ταβουλλάριος έπρεπε να ξεκινήσει από μικρή ηλικία, να είναι μορφωμένος και νομομαθής, συνήθως σε ιδιωτικά σχολεία γιατί δεν υπήρχαν δημόσια, και ελεγχόταν από το κράτος για τις γνώσεις του και αν είχε πληρώσει τα δίδακτρα. Επί Μακεδονικής δυναστείας αναφέρεται σχολή Ταβουλλάριων η οποία καταργήθηκε το 1045.

Ο κάθε ταβουλλάριος είχε διαφορετική περιοχή δικαιοδοσίας στην πόλη και μόνο σε αυτή μπορούσε να ασκήσει τα καθήκοντα του χωρίς να είναι απόλυτα δεσμευτικό αυτό. Αν ένας Ταβουλλάριος έπεφτε συχνά σε παραπτώματα τιμωρούνταν από τον έπαρχο της πόλης με βαρύτερη τιμωρία την εκδίωξη του από την συντεχνία χωρίς να μπορεί να ασκήσει ποτέ ξανά το επάγγελμα. Από τον 12ο αιώνα Ταβουλλάριοι γίνονταν και κληρικοί, ενώ ο τίτλος αναφέρεται και μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα.