προοδηγός: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_15) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proodigos | |Transliteration C=proodigos | ||
|Beta Code=proodhgo/s | |Beta Code=proodhgo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[one who goes before to show the way]], τοῦ πολέμου [[LXX]] ''2 Ma.''12.36. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προοδηγός''': ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198. | |lstext='''προοδηγός''': ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[ὁδηγός]]<br />αυτός που προχωρεί, που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει τον δρόμο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, one who goes before to show the way, τοῦ πολέμου LXX 2 Ma.12.36.
German (Pape)
[Seite 737] ὁ, der vorangehende Wegweiser, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
προοδηγός: ὁ, ὁ προπορευόμενος καὶ ὁδηγῶν, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΒ΄, 36), Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 198.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ ὁδηγός
αυτός που προχωρεί, που βαδίζει μπροστά για να δείχνει τον δρόμο.