θειαστικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theiastikos | |Transliteration C=theiastikos | ||
|Beta Code=qeiastiko/s | |Beta Code=qeiastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θειαστική, θειαστικόν, [[like one inspired]]. Adv. [[θειαστικῶς]] Poll.1.16. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, | |lstext='''θειαστικός''': -ή, -όν, ὥς τις [[θεόπνευστος]]. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θειαστικός]], -ή, -όν (Α) [[θειαστής]]<br />αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν [[θεόπνευστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειαστικώς</i><br />με θεόπνευστο τρόπο. | |mltxt=[[θειαστικός]], -ή, -όν (Α) [[θειαστής]]<br />αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν [[θεόπνευστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειαστικώς</i><br />με θεόπνευστο τρόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
θειαστική, θειαστικόν, like one inspired. Adv. θειαστικῶς Poll.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.
Greek Monolingual
θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.