ἀνομοιοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anomoiovaris
|Transliteration C=anomoiovaris
|Beta Code=a)nomoiobarh/s
|Beta Code=a)nomoiobarh/s
|Definition=ές, [[of unevenly distributed weight]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>273b23</span>.
|Definition=ἀνομοιοβαρές, [[of unevenly distributed weight]], Arist.''Cael.''273b23.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[que tiene el peso desigualmente distribuido]] τὸ μέγεθος Arist.<i>Cael</i>.273<sup>b</sup>23.
|dgtxt=-ές<br />[[que tiene el peso desigualmente distribuido]] τὸ μέγεθος Arist.<i>Cael</i>.273<sup>b</sup>23.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[ungleich]] [[schwer]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 1.6.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο.
|mltxt=-ές (Α [[ἀνομοιοβαρής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ίσο [[βάρος]] με άλλον, [[ανισοβαρής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός του οποίου το [[βάρος]] [[είναι]] άνισα κατανεμημένο.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[ungleich]] [[schwer]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 1.6.
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομοιοβᾰρής Medium diacritics: ἀνομοιοβαρής Low diacritics: ανομοιοβαρής Capitals: ΑΝΟΜΟΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: anomoiobarḗs Transliteration B: anomoiobarēs Transliteration C: anomoiovaris Beta Code: a)nomoiobarh/s

English (LSJ)

ἀνομοιοβαρές, of unevenly distributed weight, Arist.Cael.273b23.

Spanish (DGE)

-ές
que tiene el peso desigualmente distribuido τὸ μέγεθος Arist.Cael.273b23.

German (Pape)

ές, ungleich schwer, Arist. coel. 1.6.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομοιοβᾰρής: неодинакового веса Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ἄνισον βάρος, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 6, 8.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀνομοιοβαρής)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ίσο βάρος με άλλον, ανισοβαρής
αρχ.
αυτός του οποίου το βάρος είναι άνισα κατανεμημένο.