παραβαλλέταιρος: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(30)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paravalletairos
|Transliteration C=paravalletairos
|Beta Code=paraballe/tairos
|Beta Code=paraballe/tairos
|Definition=ὁ, (<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> παραβάλλω A. VI) <b class="b2">one who betrays his comrade</b>, <span class="bibl">Eust.1406.24</span>.</span>
|Definition=ὁ, (παραβάλλω A. VI) [[one who betrays his comrade]], Eust.1406.24.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»].
|mltxt=ὁ, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παραβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἑταῖρος]] «[[σύντροφος]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβαλλέταιρος Medium diacritics: παραβαλλέταιρος Low diacritics: παραβαλλέταιρος Capitals: ΠΑΡΑΒΑΛΛΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: paraballétairos Transliteration B: paraballetairos Transliteration C: paravalletairos Beta Code: paraballe/tairos

English (LSJ)

ὁ, (παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].