παραβαλλέταιρος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραβαλλέταιρος Medium diacritics: παραβαλλέταιρος Low diacritics: παραβαλλέταιρος Capitals: ΠΑΡΑΒΑΛΛΕΤΑΙΡΟΣ
Transliteration A: paraballétairos Transliteration B: paraballetairos Transliteration C: paravalletairos Beta Code: paraballe/tairos

English (LSJ)

ὁ, (παραβάλλω A. VI) one who betrays his comrade, Eust.1406.24.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
1. αυτός που εκθέτει τον σύντροφό του σε κίνδυνο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που προδίδει τον σύντροφο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραβάλλω + ἑταῖρος «σύντροφος»].