ἀτελεσφόρητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atelesforitos
|Transliteration C=atelesforitos
|Beta Code=a)telesfo/rhtos
|Beta Code=a)telesfo/rhtos
|Definition=ον, [[not brought to accomphishment]], Sm.<span class="title">Jb.</span>31.40.
|Definition=ἀτελεσφόρητον, [[not brought to accomphishment]], Sm.''Jb.''31.40.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτελεσφόρητος Medium diacritics: ἀτελεσφόρητος Low diacritics: ατελεσφόρητος Capitals: ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: atelesphórētos Transliteration B: atelesphorētos Transliteration C: atelesforitos Beta Code: a)telesfo/rhtos

English (LSJ)

ἀτελεσφόρητον, not brought to accomphishment, Sm.Jb.31.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaccesible Sm.Ib.31.40.
2 que no ha llegado a madurar καρπός Eus.Is.28.4, ἔμβρυον Gr.Nyss.Maced.101.12, σπέρμα Gr.Nyss.M.46.157C, κύημα Tz.Ep.74, ad Hes.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτελεσφόρητος: -ον, ὁ μὴ τελεσφορῶν, μὴ εὐδοκιμῶν, ἀτελής, Γρηγ. Νύσσ. ΙΙ. 249C, Σύμμ. 31, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].