ἐλαφίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elafis
|Transliteration C=elafis
|Beta Code=e)lafi/s
|Beta Code=e)lafi/s
|Definition=ίδος, ἡ, a <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bird]], perh. [[heron]] or [[egret]], <span class="bibl">Dionys.<span class="title">Av.</span>2.11</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, a [[bird]], perhaps [[heron]] or [[egret]], Dionys.''Av.''2.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />orn., cierta [[ave acuática]] quizá la [[garza]] D.P.<i>Au</i>.2.12.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
|lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />orn., cierta [[ave acuática]] quizá la [[garza]] D.P.<i>Au</i>.2.12.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[γένος]] φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών.
|mltxt=η<br />[[γένος]] φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών.
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφίς Medium diacritics: ἐλαφίς Low diacritics: ελαφίς Capitals: ΕΛΑΦΙΣ
Transliteration A: elaphís Transliteration B: elaphis Transliteration C: elafis Beta Code: e)lafi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a bird, perhaps heron or egret, Dionys.Av.2.11.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
orn., cierta ave acuática quizá la garza D.P.Au.2.12.

German (Pape)

[Seite 792] ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφίς: -ίδος, ἡ, ὄρνεον ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.

Greek Monolingual

η
γένος φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών.