κανηφορικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kaniforikos
|Transliteration C=kaniforikos
|Beta Code=kanhforiko/s
|Beta Code=kanhforiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the</b> Κανηφόροι, κόσμος <span class="title">IG</span> 22.333c10.</span>
|Definition=κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος ''IG'' 22.333c10.
}}
{{ls
|lstext='''κανηφορικός''': -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.
}}
{{grml
|mltxt=[[κανηφορικός]], -ή, -όν (Α) [[κανηφόρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορικός Medium diacritics: κανηφορικός Low diacritics: κανηφορικός Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kanēphorikós Transliteration B: kanēphorikos Transliteration C: kaniforikos Beta Code: kanhforiko/s

English (LSJ)

κανηφορική, κανηφορικόν, of the Κανηφόροι, κόσμος IG 22.333c10.

Greek (Liddell-Scott)

κανηφορικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κανηφόρον, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν CIA.I. 152.

Greek Monolingual

κανηφορικός, -ή, -όν (Α) κανηφόρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κανηφόρο.