Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημειοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=simeioskopos
|Transliteration C=simeioskopos
|Beta Code=shmeiosko/pos
|Beta Code=shmeiosko/pos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who observes omens, diviner</b>, Al. <span class="title">1 Ki.</span> 28.3,9.</span>
|Definition=ὁ, [[one who observes omens]], [[diviner]], Al. ''1 Ki.'' 28.3,9.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σημειοσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, [[μάντις]], [[οἰωνοσκόπος]], Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.
|lstext='''σημειοσκόπος''': ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, [[μάντις]], [[οἰωνοσκόπος]], Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα [[σημεία]], [[οιωνοσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σημεῖον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), [[πρβλ]]. [[οιωνοσκόπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοσκόπος Medium diacritics: σημειοσκόπος Low diacritics: σημειοσκόπος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sēmeioskópos Transliteration B: sēmeioskopos Transliteration C: simeioskopos Beta Code: shmeiosko/pos

English (LSJ)

ὁ, one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3,9.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα σημεία, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].