ἀνισόπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anisoplevros
|Transliteration C=anisoplevros
|Beta Code=a)niso/pleuros
|Beta Code=a)niso/pleuros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[scalene]], τρίγωνον <span class="bibl">Ti.Locr.98a</span>, Theo Sm.<span class="bibl">p.113H.</span></span>
|Definition=ἀνισόπλευρον, [[scalene]], τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />geom. [[escaleno]] τρίγωνον Ti.Locr.98a<br /><b class="num">•</b>[[de lados desiguales]] παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.
}}
{{pape
|ptext=<i>von ungleichen [[Seiten]]</i>, Tim.Locr. 98a.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνισόπλευρος:''' [[неравнобедренный]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνῐσόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.
|lstext='''ἀνῐσόπλευρος''': -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />geom. [[escaleno]] τρίγωνον Ti.Locr.98a<br /><b class="num">•</b>[[de lados desiguales]] παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισόπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για επίπεδα ή [[στερεά]] σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />το σκαληνό [[τρίγωνο]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνισόπλευρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για επίπεδα ή [[στερεά]] σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές<br /><b>αρχ.</b><br />το σκαληνό [[τρίγωνο]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνισόπλευρος:''' неравнобедренный Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσόπλευρος Medium diacritics: ἀνισόπλευρος Low diacritics: ανισόπλευρος Capitals: ΑΝΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: anisópleuros Transliteration B: anisopleuros Transliteration C: anisoplevros Beta Code: a)niso/pleuros

English (LSJ)

ἀνισόπλευρον, scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

German (Pape)

von ungleichen Seiten, Tim.Locr. 98a.

Russian (Dvoretsky)

ἀνισόπλευρος: неравнобедренный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.