τονή: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toni
|Transliteration C=toni
|Beta Code=tonh/
|Beta Code=tonh/
|Definition=ἡ, [[prolongation]] of a note at the same pitch, <span class="bibl">Cleonid.<span class="title">Harm.</span>14</span>.
|Definition=ἡ, [[prolongation]] of a note at the same pitch, Cleonid.''Harm.''14.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονή Medium diacritics: τονή Low diacritics: τονή Capitals: ΤΟΝΗ
Transliteration A: tonḗ Transliteration B: tonē Transliteration C: toni Beta Code: tonh/

English (LSJ)

ἡ, prolongation of a note at the same pitch, Cleonid.Harm.14.

Greek (Liddell-Scott)

τονή: ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(μουσ.-μετρ.) η παράταση της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].