βασανιστήριος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vasanistirios
|Transliteration C=vasanistirios
|Beta Code=basanisth/rios
|Beta Code=basanisth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[for torture]], ὄργανα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>2.8.10</span>.</span>
|Definition=βασανιστήριον, of or for [[torture]], ὄργανα J.''BJ''2.8.10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> [[de tortura]] ὄργανα I.<i>BI</i> 2.152.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ β.<br /><b class="num">1</b> [[cámara de tortura]] ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.<i>Or</i>.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.<i>Res</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>[[instrumento de tortura]], [[tormento]] πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.<i>Ep</i>.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. [[LXX]] 4<i>Ma</i>.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.<br /><b class="num">2</b> [[medios de comprobación]] ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.<i>Or</i>.21.247b, cf. 248a.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βασανιστήριος''': ον,ὁ ἀνήκων ἤ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βάσανον, [[ὄργανον]] Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.
|lstext='''βασανιστήριος''': ον,ὁ ἀνήκων ἤ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βάσανον, [[ὄργανον]] Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> [[de tortura]] ὄργανα I.<i>BI</i> 2.152.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ β.<br /><b class="num">1</b> [[cámara de tortura]] ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.<i>Or</i>.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.<i>Res</i>.1.57<br /><b class="num">•</b>[[instrumento de tortura]], [[tormento]] πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.<i>Ep</i>.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4<i>Ma</i>.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.<br /><b class="num">2</b> [[medios de comprobación]] ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.<i>Or</i>.21.247b, cf. 248a.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βασανιστήριος]], -α, -ον (AM) [[βασανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πέτρα]]) η λυδία [[λίθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.
|mltxt=[[βασανιστήριος]], -α, -ον (AM) [[βασανίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(για [[πέτρα]]) η λυδία [[λίθος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσᾰνιστήριος Medium diacritics: βασανιστήριος Low diacritics: βασανιστήριος Capitals: ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: basanistḗrios Transliteration B: basanistērios Transliteration C: vasanistirios Beta Code: basanisth/rios

English (LSJ)

βασανιστήριον, of or for torture, ὄργανα J.BJ2.8.10.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I de tortura ὄργανα I.BI 2.152.
II subst. τὸ β.
1 cámara de tortura ὥστε μοι δοκεῖν εἶναι τὸ πρόθυμον τοῦτο β. Theopomp.Com.63, ἐγγὺς τῶν βασανιστηρίων Polyaen.8.62 (cód.), τὰ βασανιστήρια δὲ πλέω εὐρῶτος Them.Or.13.175c, τὸ σῶμα β. ψυχῆς Meth.Res.1.57
instrumento de tortura, tormento πικρὸν β. ὁ ταῦρος Phalar.Ep.115, cf. 82, más frec. en plu. καινότερα βασανιστήρια Aristid.Mil.9, cf. LXX 4Ma.6.1, 8.12, 19, Polyaen.8.38, Charito 4.2.10.
2 medios de comprobación ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ μὲν τοῦ χρυσοῦ ... βασανιστήρια Them.Or.21.247b, cf. 248a.

Greek (Liddell-Scott)

βασανιστήριος: ον,ὁ ἀνήκων ἤ ἐπιτήδειος εἰς βάσανον, ὄργανον Ἰώσηπ. Ι.ΙΙ.2.8,10.

Greek Monolingual

βασανιστήριος, -α, -ον (AM) βασανίζω
μσν.
(για πέτρα) η λυδία λίθος
αρχ.
(για όργανο) αυτό που χρησιμοποιείται για βασανισμό.