ψηφικός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psifikos
|Transliteration C=psifikos
|Beta Code=yhfiko/s
|Beta Code=yhfiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[involving calculations]], <span class="bibl">Vett.Val.191.30</span>, al.</span>
|Definition=ψηφική, ψηφικόν, [[involving calculations]], Vett.Val.191.30, al.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψήφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφικός Medium diacritics: ψηφικός Low diacritics: ψηφικός Capitals: ΨΗΦΙΚΟΣ
Transliteration A: psēphikós Transliteration B: psēphikos Transliteration C: psifikos Beta Code: yhfiko/s

English (LSJ)

ψηφική, ψηφικόν, involving calculations, Vett.Val.191.30, al.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψήφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψήφο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λογαριασμό («διὰ ψηφικῶν λόγων» — με αριθμητικούς υπολογισμούς, πάπ.).