διάτραμις: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diatramis | |Transliteration C=diatramis | ||
|Beta Code=dia/tramis | |Beta Code=dia/tramis | ||
|Definition=εως, ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]], < | |Definition=-εως, ὁ, ἡ, = [[λισπόπυγος]] ([[smooth-buttocked]]), Stratt.74. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[διατράμις]], ὁ, ἡ<br /><b class="num">• Grafía:</b> [[διάτραμις]] Hsch.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ρᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. -ιν Stratt.84]<br />sent. obs. [[de trasero desgastado]] Stratt.l.c., Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διάτραμις]] (-εως), ο (Α) [[τράμις]]<br />(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — [[εκείνος]] του οποίου η [[τράμις]], ο [[πρωκτός]], έχει [[πλέον]] διαρραγεί, ο ξεσκισμένος. | |mltxt=[[διάτραμις]] (-εως), ο (Α) [[τράμις]]<br />(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — [[εκείνος]] του οποίου η [[τράμις]], ο [[πρωκτός]], έχει [[πλέον]] διαρραγεί, ο ξεσκισμένος. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[λισπόπυγος]], Stratt. bei Poll. 2.184. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ὁ, ἡ, = λισπόπυγος (smooth-buttocked), Stratt.74.
Spanish (DGE)
διατράμις, ὁ, ἡ
• Grafía: διάτραμις Hsch.
• Prosodia: [-ρᾰ-]
• Morfología: [ac. -ιν Stratt.84]
sent. obs. de trasero desgastado Stratt.l.c., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
διάτρᾰμις: ὁ, ἡ, = λισπόπυγος, Στράττις ἐν Ἀδήλ. 15.
Greek Monolingual
διάτραμις (-εως), ο (Α) τράμις
(για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» — εκείνος του οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος.
German (Pape)
= λισπόπυγος, Stratt. bei Poll. 2.184.