στραβοπόδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stravopodis | |Transliteration C=stravopodis | ||
|Beta Code=strabopo/dhs | |Beta Code=strabopo/dhs | ||
|Definition= | |Definition=στραβοπόδου, ὁ, [[with twisted feet]], Hdn.''Epim.''5,212. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
στραβοπόδου, ὁ, with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
Greek Monolingual
-α, -ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ
αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + -πόδης (< πούς, ποδός)].