στραβοπόδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stravopodis | |Transliteration C=stravopodis | ||
|Beta Code=strabopo/dhs | |Beta Code=strabopo/dhs | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=στραβοπόδου, ὁ, [[with twisted feet]], Hdn.''Epim.''5,212. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στρᾰβοπόδης''': -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ικο / [[στραβοπόδης]], ό, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[στρεβλά]] πόδια, [[ραιβόπους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:04, 25 August 2023
English (LSJ)
στραβοπόδου, ὁ, with twisted feet, Hdn.Epim.5,212.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰβοπόδης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων τοὺς πόδας συνεστραμμένους, στραβούς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 5 καὶ 212.
Greek Monolingual
-α, -ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ
αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + -πόδης (< πούς, ποδός)].