Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρδάνιον: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ardanion
|Transliteration C=ardanion
|Beta Code=a)rda/nion
|Beta Code=a)rda/nion
|Definition=τό, = [[ἀρδάλιον]], <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>66</span>, <span class="bibl">Poll.8.66</span>, <span class="title">AB</span>441.
|Definition=τό, = [[ἀρδάλιον]], Ael.Dion.''Fr.''66, Poll.8.66, ''AB''441.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[aguamanil]] Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., <i>AB</i> 441.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» Πολυδ. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ [[αὐτοῦ]]» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀρδάνιον''': τὸ, [[ἀγγεῖον]] κεράμειον, «τὸ δ’ [[ὄστρακον]] ἐκαλεῖτο [[ἀρδάνιον]]» Πολυδ. Η΄, 66, «[[κεράμιον]], [[γάστρα]], [[ὅθεν]] τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ αὐτοῦ» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.
}}
}}
{{DGE
{{pape
|dgtxt=-ου, τό<br />[[aguamanil]] Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., <i>AB</i> 441.
|ptext=τό, <i>das [[Wassergefäß]]</i>, Poll. 8.66; <i>B.A</i>. p. 441:<br><b class="num">a</b> zum [[Tränken]] des Viehes, Eust. 707.33.<br><b class="num">b</b> zum [[Besprengen]]; ἐτίθετο πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιρραίνωνται; es ist [[κεράμιον]]. Vgl. über den [[Gebrauch]] Eur. <i>Alc</i>. 99 ff.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρδάνιον Medium diacritics: ἀρδάνιον Low diacritics: αρδάνιον Capitals: ΑΡΔΑΝΙΟΝ
Transliteration A: ardánion Transliteration B: ardanion Transliteration C: ardanion Beta Code: a)rda/nion

English (LSJ)

τό, = ἀρδάλιον, Ael.Dion.Fr.66, Poll.8.66, AB441.

Spanish (DGE)

-ου, τό
aguamanil Ael.Dion.α 168, Poll.8.66, Hsch., AB 441.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρδάνιον: τὸ, ἀγγεῖον κεράμειον, «τὸ δ’ ὄστρακον ἐκαλεῖτο ἀρδάνιον» Πολυδ. Η΄, 66, «κεράμιον, γάστρα, ὅθεν τὰ θρέμματα πίνουσι καὶ εἴρηται παρὰ τὸ ἄρδειν, ἐτίθετο δὲ καὶ πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ τοῖς ἐξιοῦσιν ἵνα περιρραίνωνται. Ἐχρῶντο δὲ καὶ αἱ γυναῖκες τῷ ἀρδανίῳ, αἱ τὴν κρόκην τρίβουσαι ἐπ’ αὐτοῦ» Α. Β. 441. 30, πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει.

German (Pape)

τό, das Wassergefäß, Poll. 8.66; B.A. p. 441:
a zum Tränken des Viehes, Eust. 707.33.
b zum Besprengen; ἐτίθετο πρὸ τῆς θύρας τῶν τετελευτηκότων τοῖς εἰσιοῦσι καὶ ἐξιοῦσι, ἵνα περιρραίνωνται; es ist κεράμιον. Vgl. über den Gebrauch Eur. Alc. 99 ff.