ἀργυροφάλαρος: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrofalaros
|Transliteration C=argyrofalaros
|Beta Code=a)rgurofa/laros
|Beta Code=a)rgurofa/laros
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with silver trappings</b>, ἱππεῖς <span class="bibl">Plb.30.25.6</span>.</span>
|Definition=[φᾰ], ον, [[with silver trappings]], ἱππεῖς Plb.30.25.6.
}}
{{pape
|ptext=([[φάλαρα]]), <i>mit silbernem Pferdeschmuck</i>, Pol. 31.3 ἱππεῖς.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροφάλᾰρος:''' [[сребросбруйный]] (ἱππεῖς Polyb.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀργῠροφάλᾰρος''': -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργυροφάλαρος]], -ον (Α)<br />(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια [[διακόσμηση]] στα [[χάμουρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροφάλᾰρος Medium diacritics: ἀργυροφάλαρος Low diacritics: αργυροφάλαρος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΦΑΛΑΡΟΣ
Transliteration A: argyrophálaros Transliteration B: argyrophalaros Transliteration C: argyrofalaros Beta Code: a)rgurofa/laros

English (LSJ)

[φᾰ], ον, with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.

German (Pape)

(φάλαρα), mit silbernem Pferdeschmuck, Pol. 31.3 ἱππεῖς.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροφάλᾰρος: сребросбруйный (ἱππεῖς Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.

Greek Monolingual

ἀργυροφάλαρος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση στα χάμουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + φάλαρα (τα) «κοσμήματα της περικεφαλαίας ή της προμετωπίδας και του χαλινού των αλόγων»].