λογόμιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logomimos
|Transliteration C=logomimos
|Beta Code=logo/mimos
|Beta Code=logo/mimos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[writer]] or [[actor of spoken mimes]], <span class="bibl">Hegesand.13</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[writer]] or [[actor of spoken mimes]], Hegesand.13.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λογόμιμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, [[συγγραφέας]] ή [[ηθοποιός]] μίμων που μιλούν.
|mltxt=[[λογόμιμος]], ὁ (Α)<br />αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, [[συγγραφέας]] ή [[ηθοποιός]] μίμων που μιλούν.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>mit Worten [[nachahmend]], in der Rede, durch die [[Stimme]] [[nachahmend]], eine Art [[Possenreißer]]</i>, Ath. I.19c.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογόμῑμος Medium diacritics: λογόμιμος Low diacritics: λογόμιμος Capitals: ΛΟΓΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: logómimos Transliteration B: logomimos Transliteration C: logomimos Beta Code: logo/mimos

English (LSJ)

ὁ, writer or actor of spoken mimes, Hegesand.13.

Greek (Liddell-Scott)

λογόμῑμος: -ον, μιμούμενος λόγους ἢ λέξεις, ἢ μιμούμενος διὰ λέξεων, Ἀθήν. 19C.

Greek Monolingual

λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.

German (Pape)

[ῑ], mit Worten nachahmend, in der Rede, durch die Stimme nachahmend, eine Art Possenreißer, Ath. I.19c.