τατός: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tatos | |Transliteration C=tatos | ||
|Beta Code=tato/s | |Beta Code=tato/s | ||
|Definition= | |Definition=τατή, τατόν, [[that can be stretched]], Arist.''HA''519a32. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
τατή, τατόν, that can be stretched, Arist.HA519a32.
Russian (Dvoretsky)
τατός: [adj. verb. к τείνω растяжимый (δέρμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἐκτείνῃ ἢ τεντώσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 13, 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 54.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εκτείνει, να τεντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τă- του τείνω (πρβλ. τάσις)].