ἀνθρωποπλάστης: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anthropoplastis
|Transliteration C=anthropoplastis
|Beta Code=a)nqrwpopla/sths
|Beta Code=a)nqrwpopla/sths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[fashioner of men]], <span class="bibl">Ph.1.652</span>.</span>
|Definition=ἀνθρωποπλάστου, ὁ, [[fashioner of men]], Ph.1.652.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[creador de hombres]]de Dios, Ph.1.652.
|dgtxt=-ου, ὁ [[creador de hombres]] de Dios, Ph.1.652.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρωποπλάστης]])<br />αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθρωπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].
|mltxt=ο (Α [[ἀνθρωποπλάστης]])<br />αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθρωπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] <span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποπλάστης Medium diacritics: ἀνθρωποπλάστης Low diacritics: ανθρωποπλάστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōpoplástēs Transliteration B: anthrōpoplastēs Transliteration C: anthropoplastis Beta Code: a)nqrwpopla/sths

English (LSJ)

ἀνθρωποπλάστου, ὁ, fashioner of men, Ph.1.652.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ creador de hombres de Dios, Ph.1.652.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].